[content_table]
Τα κατάγματα στην περιοχή του ώμου περιλαμβάνουν:
- Τα κατάγματα της βραχιονίου κεφαλής,
- Τα κατάγματα της κλείδας και
- Τα κατάγματα του οστού της ωμοπλάτης
Τα κατάγματα του ώμου είναι συνήθως αποτέλεσμα πτώσης επί του ώμου. Από αυτά, τα συχνότερα είναι τα κατάγματα της βραχιονίου κεφαλής.
Το κάταγμα του άνω πέρατος (άνω τριτημορίου) του βραχιονίου και της βραχιονίου κεφαλής ανήκει στα κατάγματα του ώμου και είναι από τα πιο συχνά κατάγματα, με συχνότητα περίπου 5% στο γενικό πληθυσμό. Συσχετίζεται με οστεοπόρωση, κυρίως όταν συμβαίνει σε ασθενείς άνω των 65 ετών, αλλά μπορεί να είναι αποτέλεσμα τραυματισμού υψηλής ενεργείας σε νεότερους ασθενείς (π.χ. τροχαίο ατύχημα, ή πτώση από ύψος). Ο συνήθης ασθενής είναι άνω των 65 ετών, ο οποίος τραυματίζεται κατά την πτώση του στο έδαφος από την όρθια στάση.
Κλινική εικόνα καταγμάτων άνω πέρατος βραχιονίου-ώμου
Όταν συμβεί, το κάταγμα του άνω πέρατος του βραχιονίου συνοδεύεται από έντονο πόνο, εικόνα οιδήματος και παραμόρφωσης του ώμου, εκχύμωση (μελανιά) και αδυναμία επιτέλεσης κινήσεων του άνω άκρου.
Διάγνωση καταγμάτων άνω πέρατος βραχιονίου-ώμου
Η αρχική διάγνωση του κατάγματος επιβεβαιώνεται με απλές ακτινογραφίες. Για την επιλογή της σωστής θεραπείας είναι απαραίτητη η τρισδιάστατη αξονική τομογραφία (επόμενη εικόνα).
Θεραπεία καταγμάτων άνω πέρατος βραχιονίου
Η θεραπεία για ένα κάταγμα κεφαλής βραχιονίου μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική.
Η συντηρητική (μη χειρουργική) θεραπεία εφαρμόζεται στα σταθερά-μη παρεκτοπισμένα κατάγματα και απαιτεί τη συνεργασία του ασθενούς και την υπομονή του για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου αποκατασταθεί η λειτουργικότητα της άρθρωσης του ώμου. Χρησιμοποιείται ένας φάκελος ανάρτησης, ή ακινητοποίησης του ώμου, για διάστημα 3-4 εβδομάδων, με προσοχή, ώστε να επιτραπεί πρώιμα η κίνηση του ώμου, που θα προλάβει τη δυσάρεστη μόνιμη δυσκαμψία.
Η χειρουργική θεραπεία εφαρμόζεται στα ασταθή-παρεκτοπισμένα κατάγματα και μπορεί να περιλαμβάνει οστεοσυρραφή (συγκράτηση των σπασμένων τμημάτων με ισχυρό ράμμα και ειδική τεχνική), εσωτερική οστεοσύνθεση (βίδες και πλάκες-επόμενη εικόνα αριστερά), ενδομυελική ήλωση (επόμενη εικόνα δεξιά), ημιαρθροπλαστική ώμου και σε μερικές περιπτώσεις ανάστροφη ολική αρθροπλαστική του ώμου.
Η επιλογή του είδους της θεραπείας εξαρτάται από τον τύπο του κατάγματος και από τα ιδαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως ηλικία, απαιτήσεις, συνυπάρχουσες παθήσεις και άλλα. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε για να ταξινομήσουμε το κάταγμα κεφαλής βραχιονίου είναι:
- Ο αριθμός των τμημάτων στα οποία χωρίζεται το άνω πέρας του βραχιονίου μετά το κάταγμα
- Ο βαθμός της παρεκτόπισης των τμημάτων αυτών.
Η χειρουργική τεχνική διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο του κάθε κατάγματος. Τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία ορθοπαιδικών εμφυτευμάτων μας έχει προμηθεύσει με σειρά εξαιρετικών υλικών οστεοσύνθεσης, όπως προκυρτωμένες ανατομικές πλάκες, κλειδούμενους κοχλίες, ενδομυελικούς ήλους και αρθροπλαστικές ώμου. Η χρήση της εκάστοτε μεθόδου εξαρτάται από τον τύπο του κατάγματος, την κατάσταση του ασθενούς και την εμπειρία του χειρουργού. Ο χειρουργός πρέπει να είναι εξειδικευμένος στην ανατομική περιοχή του ώμου και να έχει τεχνική κατάρτιση και εμπειρία. Ο ασθενής παραμένει σε νοσηλεία για 1 – 2 ημέρες και ακολουθεί άμεσα πρόγραμμα αποκατάστασης με φυσικοθεραπείες προκειμένου να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό στην καθημερινότητά του.
Το κάταγμα κεφαλής βραχιονίου στα παιδιά
Το κάταγμα άνω πέρατος βραχιονίου μπορεί να συμβεί και στον αναπτυσσόμενο σκελετό, σε παιδιά. Η αντιμετώπισή του στα παιδιά είναι κατά βάση συντηρητική και μόνο σε εξαιρετικά μεγάλες παρεκτοπίσεις γίνεται χειρουργική αντιμετώπιση. Αυτό οφείλεται στο μεγάλο δυναμικό ανάπτυξης και αναδιαμόρφωσης (remodeling) που έχει ο παιδικός σκελετός και στη δυνατότητά του να διορθώνει ακόμα και μεγάλες γωνιώσεις, που στον ενήλικα δε θα ήταν αποδεκτές.
Ο Δρ Β.Κ.Φωτόπουλος διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση των καταγμάτων του ώμου-άνω πέρατος βραχιονίου, έχοντας επιτελέσει μεγάλο αριθμό επεμβάσεων στα τραυματολογικά νοσοκομεία της Ελλάδας και της Γερμανίας, όπου έχει εργαστεί. Η συνεργασία του με εξαιρετική αναισθησιολογική και φυσικοθεραπευτική ομάδα, εγγυάται άριστο λειτουργικό αποτέλεσμα, ανώδυνα και πολύ γρήγορα, παρέχοντας στους ασθενείς του υψηλό επίπεδο μετεγχειρητικής αποκατάστασης.
Για περισσότερες πληροφορίες, διαβάστε το άρθρο “Κάταγμα άνω πέρατος βραχιονίου”, πατώντας εδώ.
Τα κατάγματα της κλείδας είναι γνωστά από την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα, αναφέρονται από τον Ιπποκράτη το 400 π.Χ., ο οποίος μάλιστα είχε προτείνει τη συντηρητική τους αντιμετώπιση με τη μέθοδο της “καλοήθους αμέλειας”.
Μηχανισμός κάκωσης καταγμάτων κλείδας
Η κλείδα υφίσταται κακώσεις που οδηγούν στο κάταγμα κυρίως με μηχανισμό συμπίεσης του ώμου στον κορμό, όπως συμβαίνει κατά την πτώση από δίκυκλο επί του ώμου σε τροχαία ατυχήματα και λιγότερο συχνά στον αθλητισμό. Συμβαίνει κυρίως σε νέους ενήλικες, με συντριπτική επικράτηση των αρρένων. Ο τυπικός ασθενής έχει υποστεί πτώση από ποδήλατο ή μηχανάκι.
Αντιμετώπιση καταγμάτων κλείδας
Παραδοσιακά, τα κατάγματα κλείδας, με εξαίρεση το περιφερικό τους άκρο, αντιμετωπίζονταν με συντηρητική αγωγή, χρησιμοποιώντας απλούς κηδεμόνες που έφερναν την κλείδα σε μια σχετική θέση ανάταξης, όπως απλή ανάρτηση του ώμου, ή οκτωειδή επίδεση. Η χειρουργική αντιμετώπιση εφαρμοζόταν και εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- πολύ παρεκτοπισμένα κατάγματα, τα οποία μπορεί να πιέζουν το δέρμα,
- ανοικτά κατάγματα (υπάρχει σχίσιμο στο δέρμα),
- κατάγματα του περιφερικού άκρου της κλείδας (συνυπάρχει ρήξη συνδέσμων)
- περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν κολλάει το οστό, μια κατάσταση γνωστή ως ψευδάρθρωση του κατάγματος.
Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί περισσότερη έμφαση στην αποκατάσταση του φυσιολογικού μήκους του οστού, η οποία εγγυάται την αποκατάσταση της σωστής κινηματικής της κλείδας και της άρθρωσης του ώμου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία γίνεται ανατομική ανάταξη και σταθερή οστεοσύνθεση. Επίσης η χειρουργική θεραπεία έχει ως αποτέλεσμα την ταχύτερη πώρωση του κατάγματος.
Η σύγχρονη τεχνολογία έχει προσφέρει στην Ορθοπαιδική νέα υλικά, κατάλληλα για την οστεοσύνθεση των καταγμάτων κλείδας, όπως κλειδούμενες πλάκες και ενδομυελικούς ήλους, τα οποία παρέχουν σταθερή οστεοσύνθεση και επιτρέπουν πρώιμη κινητοποίηση του άνω άκρου. Σύνηθες μειονέκτημα της χειρουργικής αντιμετώπισης είναι το μετατραυματικό σημάδι στο δέρμα, περίπου 5-6 εκατοστών, όταν χρησιμοποιούνται πλάκες. Στην περίπτωση των ενδομυελικών ήλων, το μετεγχειρητικό σημάδι δεν ξεπερνά τα 3 χιλιοστά.
Στα παιδιά, τα κατάγματα κλείδας αντιμετωπίζονται σχεδόν αποκλειστικά με συντηρητική αγωγή, λόγω του μεγάλου δυναμικού ανακατασκευής του αναπτυσσόμενου παιδικού σκελετού.
Στην ομάδα μας αντιμετωπίζονται τα κατάγματα της κλείδας σύμφωνα με τα πρόσφατα διεθνή πρότυπα. Χρησιμοποιούνται όλες οι τεχνικές ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής για την οστεοσύνθεσή τους.
Συμπερασματικά, τα κατάγματα κλείδας δεν είναι πολύ συχνά, αλλά όταν συμβούν, απαιτούν σωστή αντιμετώπιση, είτε συντηρητική, είτε χειρουργική, ώστε να αποκατασταθεί ο συνδετικός κρίκος μεταξύ κορμού και άνω άκρου.
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε το ενδιαφέρον άρθρο “Κατάγματα κλείδας“, πατώντας εδώ.
ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΩΜΟΠΛΑΤΗΣ
Τα κατάγματα της ωμοπλάτης είναι σπάνια, επειδή η ωμοπλάτη περιβάλλεται από πολλούς μυς και σπάζει μόνο με άμεση βία, η οποία τις περισσότερες φορές προκαλεί και κατάγματα πλευρών. Ανατομικά, τα κατάγματα της ωμοπλάτης διακρίνονται σε:
- κατάγματα του σώματος,
- του αυχένα,
- του ακρωμίου και
- σε κατάγματα της κορακοειδούς απόφυσης.
Κλινική εικόνα καταγμάτων ωμοπλάτης
Παρατηρείται οίδημα, εκχύμωση των μαλακών μορίων γύρω από την ωμοπλάτη και τοπική ευαισθησία. Οι κινήσεις του ώμου είναι επώδυνες.
Διάγνωση καταγμάτων ωμοπλάτης
Οι απλές ακτινογραφίες μπορεί να αποκαλύψουν το κάταγμα, συνήθως όμως δεν επαρκούν για την ακριβή διάγνωση και το σχεδιασμό της θεραπείας, συντηρητικής, ή χειρουργικής. Για το λόγο αυτό, απαιτείται αξονική τομογραφία, η οποία θα αποκαλύψει λεπτομερώς το κάταγμα, και θα δώσει πολύτιμες πληροφορίες για συνοδές κακώσεις (κατάγματα πλευρών, κάταγμα κλείδας, κάκωση πνεύμονα, κ.α.).
Θεραπεία καταγμάτων ωμοπλάτης
Η αντιμετώπιση ενός κατάγματος ωμοπλάτης εξαρτάται κατά πολύ από την εντόπισή του.
Συγκεκριμένα:
- Τα κατάγματα του σώματος δεν εμφανίζουν μεγάλη παρεκτόπιση, ακόμα και όταν είναι συντριπτικά. Θεραπευτικά αρκεί η επίδεση του άνω άκρου πάνω στο θώρακα ή η ανάρροπη θέση του μέλους για 2-3 εβδομάδες και η έναρξη κινησιοθεραπείας της άρθρωσης του ώμου αμέσως μόλις υποχωρήσει ο πόνος.
- Τα κατάγματα του αυχένος είναι περισσότερο σοβαρά από εκείνα του σώματος, έτσι αν υπάρχει σημαντική παρεκτόπιση ή κάταγμα της αρθρικής επιφάνειας με παρεκτόπιση μη παραδεκτή, η θεραπεία είναι χειρουργική.
- Τα κατάγματα ωμοπλάτης με επέκταση στην αρθρική επιφάνεια (ωμογλήνη), χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, διότι, εάν έχουν παρεκτόπιση μεγαλύτερη των 2mm, απαιτούν ανάταξη και οστεοσύνθεση, διαφορετικά θα οδηγήσουν σε πρώιμη φθορά της άρθρωσης του ώμου (οστεοαρθρίτιδα ώμου).
- Τα κατάγματα του ακρωμίου, εφόσον δεν εμφανίζουν παρεκτόπιση, δεν απαιτούν ιδιαίτερη θεραπεία, παρά μόνο ανάπαυση του ώμου για 2-3 εβδομάδες. Αν η παρεκτόπιση είναι σημαντική, συνιστάται η οστεοσύνθεση του ακρωμίου.
- Τα κατάγματα της κορακοειδούς απόφυσης αντιμετωπίζονται συντηρητικά. Ενδιαφέρει κυρίως η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου, ενώ το ίδιο το κάταγμα αγνοείται.