Το ασβέστωμα ώμου, γνωστό και ως ασβεστοποιός τενοντίτιδα, είναι μια συχνή πάθηση του ώμου που προκαλείται από την εναπόθεση αλάτων ασβεστίου στους τένοντες του στροφικού πετάλου. Η συνηθέστερη εντόπιση είναι στον τένοντα του υπερακάνθιου μυός. Αν και η ακριβής αιτιολογία παραμένει ασαφής, η πάθηση σχετίζεται με εκφυλιστικές αλλοιώσεις, μηχανική καταπόνηση, ορμονικές μεταβολές και μεταβολικά νοσήματα.
Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες 30-50 ετών και θεωρείται από τις πιο επώδυνες καταστάσεις που επηρεάζουν τον ώμο. Ο πόνος μπορεί να είναι τόσο έντονος που να περιορίζει σημαντικά την καθημερινότητα του ασθενούς.
Η αιτία της πάθησης δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Παρόλα αυτά, φαίνεται να οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού του κολλαγόνου στους τένοντες και στην εναπόθεση κρυστάλλων υδροξυαπατίτη. Κατά τη φάση αποδόμησης αυτών των κρυστάλλων, η φλεγμονή είναι έντονη και τα συμπτώματα κορυφώνονται.
Παράγοντες που ευνοούν την εμφάνιση περιλαμβάνουν:
Η ασβεστοποίηση μπορεί να παραμείνει σιωπηλή για χρόνια και να εκδηλωθεί ξαφνικά με κρίσεις πόνου.
Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα εξελίσσεται μέσα από τρία διακριτά στάδια. Στο στάδιο εναπόθεσης, οι αποθέσεις σχηματίζονται αλλά τα συμπτώματα είναι συνήθως ήπια ή ανύπαρκτα. Στο στάδιο ρευστοποίησης, οι αποθέσεις γίνονται μαλακότερες, προκαλώντας έντονη φλεγμονή και ισχυρό πόνο. Ο ασθενής μπορεί να έχει δυσκολία ακόμη και σε απλές κινήσεις και να εμφανίζει πόνο ακόμα και σε ανάπαυση. Τέλος, στο στάδιο απορρόφησης, ο οργανισμός απομακρύνει τα υπολείμματα και τα συμπτώματα βελτιώνονται σταδιακά.
Η φάση της ρευστοποίησης είναι η πιο επώδυνη και συχνά οδηγεί τον ασθενή σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.
Τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με το στάδιο εξέλιξης. Ο συνηθέστερος είναι ο έντονος πόνος στον ώμο, συχνά νυχτερινός, που ξυπνά τον ασθενή και δεν ανακουφίζεται εύκολα. Η δυσκαμψία και η περιορισμένη κίνηση δυσκολεύουν βασικές δραστηριότητες, όπως το χτένισμα ή την ανύψωση αντικειμένων.
Αρκετοί ασθενείς αναφέρουν αίσθημα αδυναμίας ή πιασίματος στον ώμο, ενώ ο πόνος μπορεί να αντανακλά στον αυχένα ή τον βραχίονα. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι ορισμένες φορές η κίνηση βελτιώνει τον πόνο, σε αντίθεση με άλλες φλεγμονώδεις παθήσεις που επιδεινώνονται με τη δραστηριότητα.
Η διάγνωση βασίζεται σε συνδυασμό κλινικής εξέτασης και απεικονιστικών μεθόδων. Η απλή ακτινογραφία αποκαλύπτει το μέγεθος και τη μορφή του ασβεστώματος. Το υπερηχογράφημα δίνει ακριβή εικόνα για τη θέση, το μέγεθος και την κατάσταση των γύρω ιστών, ενώ επιτρέπει και παρεμβάσεις όπως το barbotage. Σε πιο σύνθετες περιπτώσεις, η μαγνητική τομογραφία (MRI) χρησιμοποιείται για λεπτομερή απεικόνιση των μαλακών μορίων και τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων.
Η τελική διάγνωση γίνεται από τον συνδυασμό του ιατρικού ιστορικού, της κλινικής εξέτασης και των απεικονιστικών ευρημάτων.
Η θεραπευτική προσέγγιση εξαρτάται από τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και την ανταπόκριση του ασθενούς.
Η αρχική αντιμετώπιση είναι συνήθως μη επεμβατική. Περιλαμβάνει χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, εφαρμογή φυσικοθεραπείας με ασκήσεις διάτασης και ενδυνάμωσης, καθώς και ενέσεις κορτιζόνης για την ανακούφιση του οξέος πόνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις εφαρμόζονται μέθοδοι θερμοθεραπείας ή περιορισμός της κινητικότητας σε κρίσιμες φάσεις.
Η διάρκεια της συντηρητικής θεραπείας μπορεί να φτάσει τους έξι μήνες. Σχεδόν το 80% των ασθενών ανταποκρίνονται θετικά.
Όταν τα συμπτώματα επιμένουν, εξετάζονται επεμβατικές μέθοδοι. Η αρθροσκοπική αφαίρεση είναι μια ελάχιστα επεμβατική τεχνική που αφαιρεί τις αποθέσεις και καθαρίζει τους φλεγμονώδεις ιστούς. Η ανάρρωση είναι ταχεία και η κινητικότητα αποκαθίσταται γρήγορα.
Μία εναλλακτική είναι το barbotage, μια διαδικασία παρακέντησης και έκπλυσης υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, που δίνει καλά αποτελέσματα σε πρώιμα στάδια.
Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα θεωρείται αυτοπεριοριζόμενη πάθηση. Ο οργανισμός μπορεί να απορροφήσει τις αποθέσεις με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενα και να επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής.
Χωρίς κατάλληλη αντιμετώπιση, ενδέχεται να εμφανιστούν:
Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή θεραπεία μειώνουν τον κίνδυνο και βελτιώνουν την πρόγνωση.
Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα επηρεάζει την ποιότητα ζωής, περιορίζοντας βασικές κινήσεις. Απλές δραστηριότητες, όπως το βούρτσισμα των μαλλιών ή η εργασία σε υπολογιστή, γίνονται επώδυνες. Η συνεργασία με εξειδικευμένο ορθοπαιδικό και φυσικοθεραπευτή είναι απαραίτητη.
Με εξατομικευμένη θεραπεία και σωστή καθοδήγηση, οι περισσότεροι ασθενείς καταφέρνουν να επανέλθουν πλήρως στις καθημερινές δραστηριότητες.
Το ασβέστωμα ώμου είναι μια επώδυνη αλλά αντιμετωπίσιμη πάθηση. Η καλή γνώση της νόσου, η έγκαιρη παρέμβαση και η εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση προσφέρουν ουσιαστική ανακούφιση. Οι σύγχρονες μέθοδοι ορθοπαιδικής και φυσικοθεραπείας συμβάλλουν στην πλήρη αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου, χαρίζοντας στους ασθενείς ποιότητα ζωής χωρίς περιορισμούς.
Ο εξειδικευμένος Ορθοπαιδικός – Χειρουργός Δρ. Βασίλειος Κ. Φωτόπουλος διαθέτει πολυετή εμπειρία στον τομέα της ορθοπαιδικής. Βρίσκεται σε θέση να αντιμετωπίσει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα οποιοδήποτε περιστατικό. Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερες πληροφορίες για το ασβέστωμα ώμου, ή για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη σας, μπορείτε πάντα να επικοινωνήσετε μαζί του.
Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο έντονος πόνος, που επιδεινώνεται ιδιαίτερα τη νύχτα και μπορεί να ξυπνήσει τον ασθενή κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης. Ο πόνος συνήθως συνοδεύεται από δυσκαμψία και περιορισμό στην κίνηση, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται ακόμη και απλές δραστηριότητες όπως το χτένισμα ή το σήκωμα αντικειμένων. Σε προχωρημένα στάδια, η φλεγμονή μπορεί να κάνει την άρθρωση πιο ευαίσθητη και να μειώσει αισθητά την ποιότητα ζωής.
Η διάγνωση είναι βασισμένη σε κλινική εξέταση και απεικονιστικές μεθόδους. Το υπερηχογράφημα ώμου είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς δείχνει το μέγεθος και τη θέση των εναποθέσεων και επιτρέπει την εκτίμηση της φλεγμονής. Παράλληλα, η ακτινογραφία μπορεί να απεικονίσει καθαρά τις εναποθέσεις ασβεστίου, ενώ σε πιο σύνθετες περιπτώσεις χρησιμοποιείται μαγνητική τομογραφία για καλύτερη εικόνα των μαλακών μορίων. Ο συνδυασμός αυτών των εξετάσεων εξασφαλίζει αξιόπιστη διάγνωση και επιτρέπει την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.
Η θεραπευτική προσέγγιση έχει στόχο την ανακούφιση από τον πόνο και τη φλεγμονή και την αποκατάσταση της κίνησης. Στα πρώτα στάδια προτιμώνται τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, η φυσικοθεραπεία με εξειδικευμένες ασκήσεις και, όταν χρειάζεται, ενέσεις κορτιζόνης. Σε περιπτώσεις που ο πόνος είναι ανυπόφορος ή επιμένει, εφαρμόζονται πιο εξειδικευμένες τεχνικές, όπως το barbotage ή η αρθροσκόπηση ώμου, όπου οι αποθέσεις απομακρύνονται με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο. Έτσι, η αποκατάσταση είναι αρκετά γρήγορη και η λειτουργικότητα επανέρχεται.
Η πάθηση εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες ηλικίας 30-50 ετών, αν και δεν αποκλείει τους άνδρες. Παράγοντες κινδύνου είναι οι ορμονικές μεταβολές, τα μεταβολικά νοσήματα, καθώς και η συνεχής καταπόνηση στους τένοντες του ώμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ασβέστωμα μπορεί να υποχωρήσει σταδιακά, αλλά η έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική καθοδήγηση είναι αρκετά σημαντικές για να αποφευχθούν επιπλοκές όπως χρόνιος πόνος ή δυσκαμψία.