Η επιγονατίδα είναι ένα μικρό αλλά ανατομικά και λειτουργικά σημαντικό οστό, το οποίο βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του γονάτου. Ανήκει στον μηχανισμό έκτασης του σκέλους και παίζει καθοριστικό ρόλο στη σταθερότητα και κινητικότητα της άρθρωσης. Κατά την κάμψη και έκταση του γόνατος, η επιγονατίδα κινείται ομαλά μέσα στην τροχιλία του μηριαίου, εξασφαλίζοντας την αποδοτική μεταφορά της μυϊκής δύναμης. Διαταραχές στη θέση, στη σταθερότητα ή στη μορφολογία της μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές παθήσεις, με έντονο πόνο και λειτουργικούς περιορισμούς.
Κατά τη φυσιολογική κίνηση του γόνατος, η επιγονατίδα ευθυγραμμίζεται και κινείται συμμετρικά μέσα στην μηριαία τροχιλία. Το σχήμα του οστού, η ελαστικότητα των συνδέσμων και η ισορροπία μεταξύ των έσω και έξω μηριαίων μυών είναι απαραίτητες για τη διατήρηση αυτής της τροχιάς. Οποιαδήποτε ασυμμετρία ή μυϊκή ανισορροπία μπορεί να μεταβάλλει αυτή τη λειτουργία και να επιβαρύνει το χόνδρο ή τους συνδέσμους. Σημαντικό ρόλο έχει και η δομή του κνημιαίου κυρτώματος, το οποίο λειτουργεί ως σημείο στήριξης του επιγονατιδικού τένοντα. Αλλαγές σε αυτό το επίπεδο ενδέχεται να οδηγήσουν σε στροφή της τροχιάς και επιβάρυνση της άρθρωσης.
Η επιγονατίδα μπορεί να προσβληθεί από ποικίλες παθήσεις, οι οποίες είτε σχετίζονται με τραυματισμούς είτε αναπτύσσονται προοδευτικά λόγω χρόνιων καταπονήσεων ή ανατομικών παραλλαγών. Μερικές από τις συχνότερες είναι:
Τα συμπτώματα που σχετίζονται με τις παθήσεις της επιγονατίδας είναι συχνά χαρακτηριστικά και βοηθούν στη διάγνωση. Ο πόνος στο πρόσθιο γόνατο είναι το κυριότερο εύρημα. Συνοδεύεται από ευαισθησία, οίδημα, αίσθημα αστάθειας ή και παραμόρφωση της άρθρωσης. Οι ασθενείς ενδέχεται να παρατηρήσουν ήχους «κλικ» ή τρίξιμο κατά την κάμψη και έκταση. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, υπάρχει απώλεια δύναμης ή και πλήρης δυσχέρεια στην έκταση του σκέλους. Η συμπτωματολογία επιδεινώνεται με δραστηριότητες όπως το ανέβασμα σκάλας, η καθιστή θέση ή το γονάτισμα.
Η σωστή διάγνωση ξεκινά με λεπτομερή κλινική εξέταση. Ο ορθοπαιδικός αξιολογεί τη σταθερότητα της επιγονατίδας, τη θέση της, και την παρουσία φλεγμονής ή υγρού. Επίσης, εκτελούνται ειδικές κλινικές δοκιμασίες για την εκτίμηση της ευθυγράμμισης και της λειτουργικότητας της άρθρωσης.
Συμπληρωματικές εξετάσεις περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση επιτρέπει τη δημιουργία εξατομικευμένου θεραπευτικού πλάνου.
Η πλειονότητα των παθήσεων αντιμετωπίζεται αρχικά με μη επεμβατικές μεθόδους. Ο στόχος είναι η μείωση του πόνου και της φλεγμονής, η ενίσχυση της μυϊκής υποστήριξης και η επαναφορά της φυσιολογικής λειτουργίας.
Μέθοδοι συντηρητικής αντιμετώπισης:
Η ανταπόκριση στη θεραπεία αξιολογείται περιοδικά και τροποποιείται ανάλογα με την πρόοδο.
Η χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται σε περιπτώσεις αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής ή σε σοβαρούς τραυματισμούς, όπως ρήξεις ή επαναλαμβανόμενα εξαρθρήματα. Οι τεχνικές ποικίλλουν ανάλογα με τη βλάβη και το ανατομικό υπόβαθρο του ασθενούς.
Ενδεικτικές επεμβάσεις αποτελούν οι παρακάτω:
Η αποκατάσταση μετά από χειρουργείο απαιτεί πειθαρχία, φυσικοθεραπεία και σταδιακή επανένταξη στις δραστηριότητες.
Η πρόληψη είναι σημαντική τόσο για την αποφυγή τραυματισμών όσο και για τη μείωση της επιβάρυνσης στις ευπαθείς δομές της επιγονατίδας. Σε γενικές γραμμές, η φροντίδα της αρθρικής υγείας περιλαμβάνει:
Η συστηματική φροντίδα και η πρόληψη μπορούν να μειώσουν την ανάγκη για χειρουργική θεραπεία.
Η επιγονατίδα γονάτου αποτελεί δομή κλειδί για τη λειτουργία του κάτω άκρου. Οι παθήσεις της, αν και κοινές, συχνά υποτιμούνται. Με κατάλληλη πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση, η πλήρης αποκατάσταση είναι εφικτή. Για κάθε ενόχληση ή δυσκολία στο γόνατο, η συμβουλή του εξειδικευμένου ορθοπαιδικού είναι η ασφαλέστερη επιλογή για τη διατήρηση της κινητικότητας και της ποιότητας ζωής.
Ο εξειδικευμένος Ορθοπαιδικός – Χειρουργός Δρ. Βασίλειος Κ. Φωτόπουλος διαθέτει πολυετή εμπειρία στον τομέα της ορθοπαιδικής. Βρίσκεται σε θέση να αντιμετωπίσει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα οποιοδήποτε περιστατικό. Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερες πληροφορίες για την επιγονατίδα γονάτου, ή για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη σας, μπορείτε πάντα να επικοινωνήσετε μαζί του.
Η επιγονατίδα μπορεί να προσβληθεί από διάφορες παθήσεις που σχετίζονται είτε με τραυματισμούς, είτε με μηχανική υπερχρήση, ή ανατομικές ιδιαιτερότητες. Ένα από τα πιο συχνά προβλήματα είναι το εξάρθρημα, όπου η επιγονατίδα βγαίνει από τη θέση της, προκαλώντας οξύ πόνο και αστάθεια. Η αστάθεια της επιγονατίδας, ακόμη και χωρίς πλήρες εξάρθρημα, μπορεί να προκαλέσει επαναλαμβανόμενα επεισόδια δυσφορίας και κινδύνου τραυματισμού. Η τενοντοπάθεια επιγονατιδικού τένοντα εμφανίζεται συχνά σε άτομα που ασκούνται εντατικά, προκαλώντας χρόνιο πόνο και φλεγμονή. Άλλη σοβαρή πάθηση είναι η ρήξη του επιγονατιδικού τένοντα, που οδηγεί σε πλήρη απώλεια της ικανότητας έκτασης του ποδιού και απαιτεί άμεση χειρουργική αντιμετώπιση. Η χονδροπάθεια τέλος προκαλεί φθορά του χόνδρου και συχνά συνοδεύεται από αίσθηση τριβής στο γόνατο.
Τα συμπτώματα που σχετίζονται με παθήσεις της επιγονατίδας μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το είδος και τη σοβαρότητα της βλάβης. Ωστόσο, υπάρχουν κοινές ενδείξεις που δεν πρέπει να αγνοούνται. Ο συχνότερος ενοχλητικός παράγοντας είναι ο πόνος στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος, ο οποίος μπορεί να εμφανίζεται κατά την ανάβαση σκάλας, το βαθύ κάθισμα ή την καθιστή θέση με λυγισμένα γόνατα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλες προειδοποιητικές ενδείξεις είναι η αίσθηση «ξεκλειδώματος» ή μετατόπισης της επιγονατίδας, οίδημα γύρω από το γόνατο, ήχοι τριξίματος κατά την κίνηση και, σε σοβαρές περιπτώσεις, αδυναμία στην έκταση του ποδιού. Όλα τα παραπάνω μπορεί να υποδηλώνουν είτε αστάθεια είτε φλεγμονώδη ή εκφυλιστική βλάβη που απαιτεί άμεση ιατρική εκτίμηση.
Η χειρουργική παρέμβαση για την επιγονατίδα είναι απαραίτητη όταν η βλάβη είναι σοβαρή ή όταν αποτυγχάνει η συντηρητική θεραπεία. Συγκεκριμένα, σε περιπτώσεις πλήρους ρήξης του επιγονατιδικού τένοντα, η επέμβαση είναι επιβεβλημένη για την αποκατάσταση της λειτουργίας του γόνατος. Επίσης, σε ασθενείς με επαναλαμβανόμενα εξαρθρήματα, που προκαλούν σημαντική αστάθεια και μειώνουν τη δυνατότητα δραστηριοτήτων, η ανακατασκευή των σταθεροποιητικών συνδέσμων (όπως του MPFL) ή η διόρθωση της τροχιάς της επιγονατίδας με οστεοτομία είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Η χειρουργική αποκατάσταση μπορεί να γίνει είτε με ανοικτές είτε με αρθροσκοπικές τεχνικές, και ακολουθείται από πρόγραμμα αποκατάστασης με φυσικοθεραπεία. Η τελική απόφαση εξαρτάται από τη διάγνωση, το ιστορικό του ασθενούς και το επίπεδο λειτουργικής απαίτησης.
Η πρόληψη των παθήσεων της επιγονατίδας βασίζεται κυρίως στη σωστή φροντίδα του μυοσκελετικού συστήματος και στην αποφυγή καταστάσεων που αυξάνουν την καταπόνηση της άρθρωσης. Η ενδυνάμωση του τετρακέφαλου μυός και των απαγωγών του ισχίου συμβάλλει στη σταθεροποίηση της επιγονατίδας και στη σωστή ευθυγράμμιση της τροχιάς της. Η χρήση κατάλληλων υποδημάτων κατά την άσκηση ή την εργασία μπορεί να μειώσει τη φόρτιση στο γόνατο. Επίσης, είναι σημαντική η αποφυγή δραστηριοτήτων που προκαλούν υπερβολική κάμψη ή γονάτισμα, χωρίς προθέρμανση ή κατάλληλη τεχνική. Η διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους είναι επίσης κρίσιμη, καθώς η επιπλέον φόρτιση επιβαρύνει τις αρθρικές δομές. Τέλος, οποιοδήποτε ενόχλημα ή επαναλαμβανόμενος πόνος στο γόνατο πρέπει να αξιολογείται έγκαιρα από εξειδικευμένο ιατρό, προτού εξελιχθεί σε χρόνια ή σοβαρή πάθηση.