Η τενοντίτιδα του λαγονοψοΐτη είναι μια φλεγμονώδης πάθηση που προσβάλλει τον τένοντα του λαγονοψοΐτη μυός. Μπορεί να προκαλέσει πόνο και περιορισμό της κίνησης του ισχίου. Ο λαγονοψοΐτης είναι ένας από τους σημαντικότερους μύες της λεκάνης και του ισχίου. Βασική του λειτουργία είναι η κάμψη του ισχίου και η σταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης. Η φλεγμονή του τένοντα μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την κινητικότητα, ειδικά σε αθλητές ή άτομα που διατηρούν καθιστική στάση για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η κατανόηση της φύσης της πάθησης, των παραγόντων κινδύνου, των συμπτωμάτων και των θεραπευτικών επιλογών είναι κρίσιμη για τη σωστή διαχείρισή της.
Ο λαγονοψοΐτης αποτελείται από δύο τμήματα: τον ψοΐτη μυ, που εκφύεται από τους οσφυϊκούς σπονδύλους (Ο1-Ο5) και καταφύεται στον μικρό τροχαντήρα του μηριαίου οστού, και τον λαγόνιο μυ, που εκφύεται από την εσωτερική επιφάνεια του λαγόνιου οστού και ενώνεται με τον ψοΐτη.
Η κύρια λειτουργία του λαγονοψοΐτη είναι η κάμψη και η έξω στροφή του ισχίου, επιτρέποντας κινήσεις όπως το περπάτημα, το τρέξιμο και η ανασήκωση του ποδιού. Επιπλέον, παίζει σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της λεκάνης και της σπονδυλικής στήλης.
Ο λαγονοψοΐτης μυς βρίσκεται βαθιά στην κοιλιακή χώρα και δεν είναι εύκολα προσβάσιμος σε απλή εξέταση. Η δυσλειτουργία του μπορεί να επηρεάσει την ευθυγράμμιση του σώματος, προκαλώντας δευτερογενείς παθήσεις, όπως πόνο στη μέση ή ακόμα και διαταραχές βάδισης. Καθώς είναι ένας μυς που χρησιμοποιείται καθημερινά, η φλεγμονή του μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής των ασθενών, καθιστώντας δυσάρεστη ακόμα και την απλή κίνηση.
Η τενοντίτιδα του λαγονοψοΐτη είναι αποτέλεσμα μηχανικής καταπόνησης, τραυματισμού ή κακής κινητικής συμπεριφοράς. Οι πιο συχνές αιτίες περιλαμβάνουν:
Τα κύρια συμπτώματα της τενοντίτιδας περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση της πάθησης απαιτεί λεπτομερή αξιολόγηση από ειδικό, καθώς τα συμπτώματα μπορεί να μοιάζουν με άλλες μυοσκελετικές παθήσεις του ισχίου. Ο ιατρός ακολουθεί μια προσέγγιση που περιλαμβάνει:
Η ακριβής διάγνωση είναι κρίσιμη για την εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας και την αποφυγή επιδείνωσης της κατάστασης.
Η θεραπεία στοχεύει στη μείωση της φλεγμονής, στην ανακούφιση του πόνου και στη βελτίωση της κινητικότητας του ισχίου. Οι κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν συντηρητική και χειρουργική θεραπεία.
Οι περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται συντηρητικά, με συνδυασμό ξεκούρασης, φυσικοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής:
Όταν οι συντηρητικές μέθοδοι δεν αποδίδουν, εφαρμόζονται πιο εξειδικευμένες θεραπείες:
Η θεραπεία προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε ασθενούς, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και την ανταπόκριση στις πρώτες παρεμβάσεις.
Ο εξειδικευμένος Ορθοπαιδικός – Χειρουργός Δρ. Βασίλειος Κ. Φωτόπουλος διαθέτει πολυετή εμπειρία στον τομέα της ορθοπαιδικής. Βρίσκεται σε θέση να αντιμετωπίσει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα οποιοδήποτε περιστατικό τενοντίτιδας λαγονοψοΐτη. Εάν παρατηρήσετε συμπτώματα της πάθησης, ή για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη σας, μπορείτε πάντα να επικοινωνήσετε μαζί του.
Η τενοντίτιδα του λαγονοψοΐτη προκαλείται κυρίως από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση του ισχίου. Συνηθέστεροι παράγοντες κινδύνου είναι η υπερβολική χρήση (όπως στο τρέξιμο και την ποδηλασία), η κακή στάση σώματος, η μυϊκή ανισορροπία, η λανθασμένη τεχνική άσκησης και ανατομικές ανωμαλίες όπως η υπερβολική λόρδωση.
Η διάγνωση γίνεται μέσω κλινικής εξέτασης, όπου ο ιατρός αξιολογεί την ευκαμψία, τη δύναμη και τη σταθερότητα του ισχίου. Συμπληρωματικά, μπορεί να ζητηθούν απεικονιστικές εξετάσεις, όπως υπερηχογράφημα για την ανίχνευση φλεγμονής, μαγνητική τομογραφία (MRI) για λεπτομερή εικόνα των μαλακών ιστών, και ακτινογραφία για τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων.
Η θεραπεία εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κατάστασης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, συνιστώνται συντηρητικά μέτρα όπως ξεκούραση, παγοθεραπεία, φυσικοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή με αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Σε πιο ανθεκτικές περιπτώσεις, μπορεί να εφαρμοστούν θεραπείες όπως ενέσεις κορτικοστεροειδών ή PRP (πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια). Η χειρουργική επέμβαση σπάνια απαιτείται.
Η πρόληψη περιλαμβάνει τη διατήρηση καλής στάσης σώματος, την αποφυγή υπερβολικής καταπόνησης του ισχίου και την εκτέλεση σωστά δομημένων ασκήσεων ενδυνάμωσης και διατάσεων. Η σωστή προθέρμανση πριν την άσκηση και η σταδιακή αύξηση της έντασης βοηθούν στην αποφυγή υπερβολικής φόρτισης του τένοντα.